- κεντρηνεκής
- κεντρηνεκήςspurredmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κεντρηνεκής — κεντρηνεκής, ές (Α) (για άλογο) αυτός που κεντρίζεται, που παροτρύνεται για να τρέξει («κεντρηνεκέας ἔχον ἵππους», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον + ηνεκής. Το β συνθετικό τής λ. ανάγεται σε τ. ενεκ ής, στον οποίο απαντά το θέμα τών ἐνεγκεῖν,… … Dictionary of Greek
κεντρηνεκέα — κεντρηνεκής spurred neut nom/voc/acc pl (epic ionic) κεντρηνεκής spurred masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντρηνεκές — κεντρηνεκής spurred masc/fem voc sg κεντρηνεκής spurred neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντρηνεκέας — κεντρηνεκής spurred masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντρηνεκέες — κεντρηνεκής spurred masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)